- ὑπερδύναμος
- ὑπερδύναμοςof higher powermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερδύναμος — ον, Μ (για τον Θεό) αυτός που έχει δύναμη μεγαλύτερη από κάθε άλλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ἐν δύναμος] … Dictionary of Greek
ὑπερδύναμον — ὑπερδύναμος of higher power masc/fem acc sg ὑπερδύναμος of higher power neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερδυναμώ — όω, Α [ὑπερδύναμος] 1. υπερισχύω, επικρατώ, νικώ κάποιον 2. ὑπερδυναστεύω* … Dictionary of Greek
ԳԵՐԱԶՕՐ — ( ) NBH 1 0544 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. ὐπερδύναμος, ὐπερδυναμῶν praepotens, praevalens Գեր ʼի վերոյ զօրութեամբ. մեծազօր. կարօղ ամենայնիւ. *Զգերազօրն աստուած արհնաբանեմք որպէս ամենազօր, որպէս զերանելի եւ միայն հզօր. Դիոն.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)